- βρούβα
- Μονοετής πόα της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία βουνιάς η ερουκώδης. Αναπτύσσει πολύκλαδο στέλεχος ύψους 30-60 εκ., με φύλλα επιφυή, προμήκη, ακέραια ή οδοντωτά, ενώ τα κατώτερα φύλλα είναι πτεροσχιδή, κατά παράριζο ρόδακα. Τα άνθη της είναι κίτρινα σε μικρό βότρυ και οι καρποί της κεράτια σκληρά με τέσσερα σπέρματα. Η β. είναι κοινό είδος σε χέρσους και καλλιεργημένους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Ο ρόδακας των παράριζων φύλλων, πριν βγάλει το στέλεχος, όπως επίσης και οι τρυφεροί βλαστοί του στελέχους, τα γνωστά βρουβοβλάσταρα, αποτελούν εύγευστο σαλατικό. Η διετής πόα, που ονομάζεται επιστημονικά ιρσφελδία η πολιά, με πτεροσχιδή φύλλα και ωχροκίτρινα άνθη, αποτελεί επίσης ένα εύγευστο σαλατικό και είναι γνωστή με την ονομασία μαύρη β.
* * *η (Μ βρούβα και βρούβη)1. ονομασία για διάφορα εδώδιμα αγριολάχανα της τάξης των Σταυρανθών2. το βλαστάρι της βρούβας3. φρ. «πάει για βρούβες» — γυρίζει άσκοπα και ανώφελα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από αρχ. μτγν. βούλβα —με τροπή του -λ- σε -ρ- και μετάθεσή του στη λέξη— < λατ. bulbus < βολβός].
Dictionary of Greek. 2013.